- θανόντες
- θνήσκωaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες. — См. Век живи, век надейся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
век живи, век надейся — Ср. Лишь тот, кто под землей сокрыт, Надежды в сердце не таит!.. И в тех лишь нет надежды вновь, В ком навсегда застыла кровь. Некрасов. Новый год. Ср. Der Lebende soll hofien. Göthe. Faust. 2, 4. Mephist. Ср. Die Welt wird alt und wird wieder… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Век живи, век надейся — Вѣкъ живи, вѣкъ надѣйся. Ср. Лишь тотъ, кто подъ землей сокрытъ, Надежды въ сердцѣ не таитъ!... И въ тѣхъ лишь нѣтъ надежды вновь, Въ комъ навсегда застыла кровь. Некрасовъ. Новый годъ. Ср. Der Lebende soll hoffen. Göthe. Faust. 2, 4. Mephist. Ср … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
τητώμαι — και τατῶμαι, άομαι, Α 1. στερούμαι, υποφέρω από έλλειψη κάποιου πράγματος (α. «φίλων τατώμενος», Πίνδ. β. «oἱ γὰρ θανόντες χαρμάτων τητώμεθα», Ευρ.) 2. (το απαρμφτ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τητᾱσθαι στέρηση, ένδεια, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., το… … Dictionary of Greek
υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… … Dictionary of Greek
φυρώ — άω, ΜΑ 1. ανακατεύω, κυρίως αλεύρι με νερό για να κάνω ζυμάρι (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῑς τοῑσι ποσί», Ηρόδ. β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», Θουκ.) 2. λερώνω («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek